frugilego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- frugilego < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frugilego | frugilegoj |
αιτιατική | frugilegon | frugilegojn |
frugilego (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frugilego | frugilegoj |
αιτιατική | frugilegon | frugilegojn |
frugilego (eo)