fructose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fructose < λατινική fructus (< fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg-: χρησιμοποιώ, απολαμβάνω) + -ose (< λατινική -osus)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfɹʌk.təʊs/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfructose (en)