frotpurigilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frotpurigilo | frotpurigiloj |
αιτιατική | frotpurigilon | frotpurigilojn |
frotpurigilo (eo)
- το λειαντικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frotpurigilo | frotpurigiloj |
αιτιατική | frotpurigilon | frotpurigilojn |
frotpurigilo (eo)