fringelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fringelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fringelo | fringeloj |
αιτιατική | fringelon | fringelojn |
fringelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fringelo | fringeloj |
αιτιατική | fringelon | fringelojn |
fringelo (eo)