ενικός         πληθυντικός  
fraternisation fraternisations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fraternisation < (λόγιο δάνειο) γαλλική fraternisation. Μορφολογικά αναλύεται σε fraternis(e) + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fraternisation (fr) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
fraternisation fraternisations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fraternisation < fraternis(er) + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fraternisation (fr) θηλυκό