framasono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | framasono | framasonoj |
αιτιατική | framasonon | framasonojn |
framasono (eo)
- ο μασόνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | framasono | framasonoj |
αιτιατική | framasonon | framasonojn |
framasono (eo)