παραθετικά
θετικός frail
συγκριτικός frailer
υπερθετικός frailest

  Επίθετο

επεξεργασία

frail (en)

  • εύθραυστος, ειδικά για ηλικιωμένο που είναι σωματικά αδύναμος και αδύνατος
    ⮡  frail health - εύθραυστη υγεία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fragile