fouineur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fouineur < fouiner
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fouineur | fouineurs |
θηλυκό | fouineuse | fouineuses |
fouineur (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- curieux
- espion
- fureteur
- (οικείο) fouille-merde