fosto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fosto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fosto | fostoj |
αιτιατική | foston | fostojn |
fosto (eo)
- ο στύλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fosto | fostoj |
αιτιατική | foston | fostojn |
fosto (eo)