fosilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fosilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fosilo | fosiloj |
αιτιατική | fosilon | fosilojn |
fosilo (eo)
- το φτυάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fosilo | fosiloj |
αιτιατική | fosilon | fosilojn |
fosilo (eo)