Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

forvaporiĝi < for (μακριά) + vaporo (ατμός) + iĝi (γίνομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα forvaporiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας forvaporiĝas forvaporiĝanta forvaporiĝata
αόριστος forvaporiĝis forvaporiĝinta forvaporiĝita
μέλλοντας forvaporiĝos forvaporiĝonta forvaporiĝota
υποθετική forvaporiĝus - -
προστακτική forvaporiĝu - -

forvaporiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία