formikejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formikejo | formikejoj |
αιτιατική | formikejon | formikejojn |
formikejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formikejo | formikejoj |
αιτιατική | formikejon | formikejojn |
formikejo (eo)