Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
formalité formalités

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

formalité (fr) θηλυκό

  1. η διατύπωση
  2. η τυπικότητα, τυπική διαδικασία (συνήθως γραπτή)