Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό forfaitisé forfaitisés
θηλυκό forfaitisée forfaitisées

  Επίθετο επεξεργασία

forfaitisé (fr)

  • που μπορεί να πληρωθεί με ένα συμβατικό ποσό που έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων

Συγγενικά επεξεργασία