forfaiture
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɔʁ.fɛ.tyʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
forfaiture | forfaitures |
forfaiture (fr) θηλυκό
- η παρανομία δημοσίου υπαλλήλου εν ενεργεία
ενικός | πληθυντικός |
forfaiture | forfaitures |
forfaiture (fr) θηλυκό