foko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- foko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | foko | fokoj |
αιτιατική | fokon | fokojn |
foko (eo)
- (θηλαστικό ζώο) η φώκια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | foko | fokoj |
αιτιατική | fokon | fokojn |
foko (eo)