foiro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- foiro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | foiro | foiroj |
αιτιατική | foiron | foirojn |
foiro (eo)
- η έκθεση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | foiro | foiroj |
αιτιατική | foiron | foirojn |
foiro (eo)