flavor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
flavor | flavors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαflavor (en) (αμερικανική γραφή)
- (μη μετρήσιμο) η γεύση, η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
- ⮡ When you have a cold, food has no flavor.
- Όταν είσαι κρυωμένος, η τροφή δεν έχει γεύση.
- ⮡ When you have a cold, food has no flavor.
- (μετρήσιμο) η γεύση, το άρωμα, ένα συγκεκριμένο είδος γεύσης
- ⮡ ice cream flavors - οι γεύσεις παγωτού
- ⮡ ice cream with a chocolate/strawberry flavor - παγωτό με άρωμα σοκολάτα(ς)/φράουλα(ς)