flanelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- flanelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flanelo | flaneloj |
αιτιατική | flanelon | flanelojn |
flanelo (eo)
- η φανέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flanelo | flaneloj |
αιτιατική | flanelon | flanelojn |
flanelo (eo)