fjordo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fjordo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fjordo | fjordoj |
αιτιατική | fjordon | fjordojn |
fjordo (eo)
- το φιορδ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fjordo | fjordoj |
αιτιατική | fjordon | fjordojn |
fjordo (eo)