finpago
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finpago | finpagoj |
αιτιατική | finpagon | finpagojn |
finpago (eo)
- η πληρωμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finpago | finpagoj |
αιτιατική | finpagon | finpagojn |
finpago (eo)