fingringo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingringo | fingringoj |
αιτιατική | fingringon | fingringojn |
fingringo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingringo | fingringoj |
αιτιατική | fingringon | fingringojn |
fingringo (eo)