filantropo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filantropo | filantropoj |
αιτιατική | filantropon | filantropojn |
filantropo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filantropo | filantropoj |
αιτιατική | filantropon | filantropojn |
filantropo (eo)