fiŝhoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiŝhoko | fiŝhokoj |
αιτιατική | fiŝhokon | fiŝhokojn |
fiŝhoko (eo)
- το αγκίστρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiŝhoko | fiŝhokoj |
αιτιατική | fiŝhokon | fiŝhokojn |
fiŝhoko (eo)