fetiĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fetiĉo | fetiĉoj |
αιτιατική | fetiĉon | fetiĉojn |
fetiĉo (eo)
- το φετίχ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fetiĉo | fetiĉoj |
αιτιατική | fetiĉon | fetiĉojn |
fetiĉo (eo)