fenkolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fenkolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fenkolo | fenkoloj |
αιτιατική | fenkolon | fenkolojn |
fenkolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fenkolo | fenkoloj |
αιτιατική | fenkolon | fenkolojn |
fenkolo (eo)