fekundeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fekundeco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fekundeco | fekundecoj |
αιτιατική | fekundecon | fekundecojn |
fekundeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fekundeco | fekundecoj |
αιτιατική | fekundecon | fekundecojn |
fekundeco (eo)