Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

februara < Februar- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική februara februaraj
αιτιατική februaran februarajn

februara (eo)

  1. σχετικός με τον Φεβρουάριο, φλεβαριάτικος
    la februara numero de la revuo - το νούμερο του Φεβρουαρίου του περιοδικού