Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fatiscor < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

fatiscor (la) (αποθετικό ρήμα)

  1. διαρρηγνύομαι, σχίζομαι
  2. καταπονούμαι, κουράζομαι

Κλίση επεξεργασία