Ετυμολογία

επεξεργασία
fatidique < λατινική fatidicus (που προβλέπει την μοίρα)

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fatidique fatidiques

fatidique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία