Ετυμολογία

επεξεργασία
fatica < λατινική fatiga, παράγωγο του fatigare, affaticare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
fatica fatiche

fatica (it)

  1. εξάντληση
  2. δυσχέρια, δυσκολία
  3. (ιατρική) κόπωση ενός οργάνου του σώματος, πχ από την υπερβολική εργασία