Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
fatica
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
fatica
<
λατινική
fatiga
, παράγωγο του
fatigare
,
affaticare
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
fatica
fatiche
fatica
(it)
εξάντληση
δυσχέρια
,
δυσκολία
(
ιατρική
)
κόπωση
ενός οργάνου του σώματος, πχ από την υπερβολική
εργασία