fatala
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fatala < αγγλική, γαλλική fatal
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fatala | fatalaj |
αιτιατική | fatalan | fatalajn |
fatala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fatala | fatalaj |
αιτιατική | fatalan | fatalajn |
fatala (eo)