fascinant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfascinant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fascinant | fascinants |
θηλυκό | fascinante | fascinantes |
fascinant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fascinant | fascinants |
θηλυκό | fascinante | fascinantes |