fascination
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.si.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fascination | fascinations |
fascination (fr) θηλυκό
- η γοητεία
ενικός | πληθυντικός |
fascination | fascinations |
fascination (fr) θηλυκό