fanfaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fanfaro | fanfaroj |
αιτιατική | fanfaron | fanfarojn |
fanfaro (eo)
- η φανφάρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fanfaro | fanfaroj |
αιτιατική | fanfaron | fanfarojn |
fanfaro (eo)