familiale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
familiale | familiales |
familiale (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαfamiliale (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη famille
ενικός | πληθυντικός |
familiale | familiales |
familiale (fr) θηλυκό
familiale (fr)