Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.si.li.ta.sjɔ̃/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
facilitation < faciliter

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

facilitation (fr) θηλυκό

      ενικός         πληθυντικός  
facilitation facilitations
  1. η διευκόλυνση
  2. το σύνολο των μέτρων που αποβλέπουν στην επιτάχυνση της μεταφοράς εμπορευμάτων

Συγγενικά

επεξεργασία