exportateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exportateur | exportateurs |
θηλυκό | exportatrice | exportatrices |
exportateur (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exportateur | exportateurs |
θηλυκό | exportatrice | exportatrices |
exportateur (fr)