παραθετικά
θετικός exponentially
συγκριτικός more exponentially
υπερθετικός most exponentially

  Ετυμολογία

επεξεργασία
exponentially < exponential + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

exponentially (en)

  • (επίσημο) εκθετικά, κατακόρυφα
    ⮡  World trade has expanded exponentially.
    Το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε εκθετικά.
    ⮡  The public’s interest grew exponentially.
    Tο ενδιαφέρον του κοινού αυξήθηκε κατακόρυφα.