exfolié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exfolié | exfoliés |
θηλυκό | exfoliée | exfoliées |
Επίθετο επεξεργασία
exfolié (fr)
- (για δέντρο) ξεφλουδισμένος, που έχει χάσει τον φλοιό του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη exfolier