exemplatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exemplatif | exemplatifs |
θηλυκό | exemplative | exemplatives |
Επίθετο
επεξεργασίαexemplatif (fr)
- (Βέλγιο) (Μπουρούντι) παραδειγματικός, που αφορά ένα παράδειγμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη exemple