euro
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeuro (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeuro (fr)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeuro (it) αρσενικό άκλιτο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- euro < λατινική eurus < αρχαία ελληνική εὖρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαeuro (it) αρσενικό (πληθυντικός euri)
Πηγές
επεξεργασία- euro - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeuro (ro) αρσενικό