etologio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etologio | etologioj |
αιτιατική | etologion | etologiojn |
etologio (eo)
- η ηθολογία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etologio | etologioj |
αιτιατική | etologion | etologiojn |
etologio (eo)