etnografio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etnografio | etnografioj |
αιτιατική | etnografion | etnografiojn |
etnografio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etnografio | etnografioj |
αιτιατική | etnografion | etnografiojn |
etnografio (eo)