estompé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estompé | estompés |
θηλυκό | estompée | estompées |
Επίθετο επεξεργασία
estompé (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη estompe
Δείτε επίσης : estompe |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estompé | estompés |
θηλυκό | estompée | estompées |
estompé (fr)