Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
estampage estampages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

estampage (fr) αρσενικό

  1. το σταμπάρισμα
  2. (μεταφορικά) (σπάνιο) η αισχροκέρδεια

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη estampe