esploremo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | esploremo | esploremoj |
αιτιατική | esploremon | esploremojn |
esploremo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | esploremo | esploremoj |
αιτιατική | esploremon | esploremojn |
esploremo (eo)