ενικός         πληθυντικός  
esclavagisme esclavagismes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

esclavagisme (fr) αρσενικό

  1. το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στο δουλεμπόριο
  2. η θεωρία στην οποία πιστεύουν οι οπαδοί του δουλεμπόριου

Αντώνυμα

επεξεργασία