ergo
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ergo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃reǵ-
Σύνδεσμος
επεξεργασίαergo (la)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ergo: αφαιρετική πτώση ενικού, ως καταχρηστική πρόθεση [1]
Πρόθεση
επεξεργασίαergo (la)
- για την αρετή, για την παλικαριά
- Τοποθετείται μετά τη λέξη με την οποία συντάσσεται - γραμματικό είδος, αγγλικά: postposition
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Λατινική Γραμματική Λυκείου (προσαρμογή του: Τζάρτζανος, Αχιλλεύς (1873-1946), Γραμματική της λατινικής γλώσσης, έκδ. 1948) Άκλιτα μέρη του λόγου, §103, 104.
Πηγές
επεξεργασία- ergo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.