Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας equalize
γ΄ ενικό ενεστώτα equalizes
αόριστος equalized
παθητική μετοχή equalized
ενεργητική μετοχή equalizing

  Ετυμολογία επεξεργασία

equalize < equal + -ize

  Ρήμα επεξεργασία

equalize (en)

  Πηγές επεξεργασία